- νεφροσκλήρυνση
- [-ις (-εως)] η мед. нефросклероз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεφροσκλήρυνση — Διαδικασία κατά την οποία οι φυσιολογικές δομές των νεφρών αντικαθίστανται από ουλώδη ιστό. Ν. μπορεί να προκληθεί επίσης και από ουλές που δημιουργούνται ως αποτέλεσμα βλάβης των μονάδων φιλτραρίσματος των νεφρών, η οποία καμιά φορά συμβαίνει με … Dictionary of Greek
λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… … Dictionary of Greek
νεφρ(ο)- — α συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου… … Dictionary of Greek
νεφροσκλήρωση — και νεφροσκλήρυνση, η ιατρ. όρος για την αρτηριοσκλήρωση τών νεφρών, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει το ανατομικό υπόστρωμα τής κακοήθους υπέρτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrosclerosis (< νεφρ[ο] * + σκλήρωση /… … Dictionary of Greek
υπέρταση αρτηριακή — (Ιατρ.). Μόνιμη αύξηση της αρτηριακής πίεσης πάνω από τη μέση φυσιολογική τιμή. Στον καθορισμό της υπέρτασης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο η τιμή της μέγιστης όσο και της ελάχιστης πίεσης. Kλινικά θεωρείται υπερτασικό το άτομο που έχει πάνω από … Dictionary of Greek